- ενταφιασμός
- Νεκρικό έθιμο που βασίζεται στη δοξασία ότι οι νεκροί ζουν, δηλαδή ότι έχουν κατάλοιπα αισθήσεων και ζωτικής δύναμης. Για τον λόγο αυτό, ο νεκρός ενταφιάζεται σε στάση κοιμωμένου (ύπτιος ή ξαπλωμένος στο ένα πλευρό και με τα γόνατα σε ελαφρά κάμψη) ή και καθισμένος (Αυστραλοί, Ινδοί του Γκραν Τσάκο, Τουαρέγκ και πληθυσμοί της κεντρικής Αφρικής).
Οι πιο γνωστοί τρόποι ε. είναι: μέσα σε κοιλώματα που σκάβονται στα πλευρά λάκκων για να μην πιέζεται ο νεκρός από το υπερκείμενο χώμα· σε λίθινους τάφους, τα παλαιότερα δείγματα των οποίων είναι τα προϊστορικά ντολμέν· σε φυσικά ή τεχνητά σπήλαια που σφραγίζονται με πέτρα· σε πήλινους αμφορείς (στους Τούπι της Νότιας Αμερικής). Ο ε. ήταν γνωστός στην Ευρώπη από τη μέση (μουστιαία) παλαιολιθική εποχή, ενώ συνηθιζόταν και από πιο πρωτόγονους λαούς (Τασμανοί, Φουέγιοι).
Ενταφιασμός στην Αίγυπτο της προδυναστικής περιόδου· ο νεκρός είναι τοποθετημένος σε στάση κοιμισμένου, με λυγισμένα τα γόνατα.
* * *ο (Α ἐνταφιασμός)τοποθέτηση στον τάφο, ταφή («εἰς τὴν ἡμέραν τοῡ ἐνταφιασμοῡ μου τετήρηκεν αὐτό», ΚΔ).
Dictionary of Greek. 2013.